Η Μαγεία του Νερού
Γράφουν: Δρ Χριστίνα Παπαδάκη και Δρ Παναγιώτης Κουσούλης
Η επαφή με τα βάθη της γης επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, μέσω των φυσικών υποδομών και κατασκευών για την αξιοποίηση του πηγαίου νερού, πρακτική που επιβεβαιώνει τη διαχρονική σχέση των μάγων με τις «χθόνιες» θεότητες. Όπως είναι γνωστό, τα πηγάδια αποτελούν τόπους απόρριψης μαγικών καταδέσμων που ενεργοποιούν κατάρες. «Καταδέω», εξάλλου, σημαίνει «εξαφανίζω», «θάβω», «καρφώνω στα βάθη» μια επίκληση που απευθύνεται στις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου.
Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές Νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη στη λογοτεχνία, στη μυθολογία και στην τελετουργία των πολιτισμών της Μεσογείου, δεδομένου ότι το νερό, ειδικά στις νότιες χώρες, είναι πολύτιμο και ο άνθρωπος δε μπορεί να το εξασφαλίσει εύκολα μονάχα με τις δικές του δυνάμεις. Οι ιερές, μαγικές και ιαματικές δυνάμεις του νερού, και κατ’ επέκταση των κάθε λογής φυσικών και τεχνητών υποδοχέων του, αποτελούν αρχετυπικά σύμβολα της ζωής και της ευγονίας και ως τέτοια αποτελούν πεδία εφαρμογής λατρευτικών, μυστηριακών και μαγικοθρησκευτικών πράξεων.
Πολυάριθμες, γραπτές και προφορικές, παραδόσεις από κάθε γωνιά της Γης τεκμηριώνουν ότι οι, καλά φυλασσόμενες από Νεράιδες, ξωτικά και άλλα φανταστικά όντα, πηγές νερού, δίνουν ζωή, εκπληρώνουν επιθυμίες, θεραπεύουν ασθένειες, προβλέπουν το μέλλον ενώ την ίδια στιγμή αφαιρούν ζωές, ενεργοποιούν κατάρες και αποτελούν τους κατεξοχήν χώρους διαμονής για τις χαμένες ψυχές και τους κακόβουλους δαίμονες. Από τα «ύδατα της Στυγός» και το «καλλίχορον φρέαρ», όπου ξαπόστασε η Δήμητρα κατά την αναζήτηση της χαμένης της κόρης, έως τους μύθους του Βασιλιά Αρθούρου, οι πηγές νερού αποτελούν ιερούς και συνάμα μαγικούς ενδιάμεσους και οριακούς τόπους που λειτουργούν ως πύλες ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών. Μάλιστα, έχουν ψυχή και αισθήματα και απαιτούν ιδιαίτερο σεβασμό προπάντων όταν αναπαύονται, όπως αποδεικνύει το πλήθος των σχετικών λαογραφικών αντιλήψεων.
Έτσι, στην Κρήτη και άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το νερό κοιμάται μία ώρα κάθε βράδυ και όποιος θέλει να πιει πρέπει πρώτα να το ξυπνήσει ήσυχα, αναταράσσοντάς το απαλά με το χέρι, διαφορετικά αυτό αγανακτεί μαζί του και του παίρνει τον νου.
Συναφής είναι και η Ηπειρώτικη δοξασία ότι δεν πρέπει κάποιος να διαβαίνει νύχτα το νερό. Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνεύεται η διαχείριση του «αμίλητου» νερού από την πηγή έως τη χρήση του σε διάφορες εθιμικές εκδηλώσεις του λαϊκού μας πολιτισμού. Παρόμοιες αντιλήψεις ίσως είχαν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του ύδατος της πηγής του Δία στην Δωδώνη ως ἀναπαυόμενον, για το οποίο έλεγαν ότι ο όγκος του στέρευε κατά το μεσημέρι και αυξανόταν τα μεσάνυχτα.
Γενικά, σε όλες τις περιοχές του κόσμου το νερό κοιμάται ή είναι αμίλητο ενώ λάλον είναι μόνο το ύδωρ του μαντικού στοιχειού, που γι’ αυτό και λέγεται θεριόνερο ή νεραϊδόνερο και δύναται να επιφέρει τη λήθη, τον έρωτα και τον θάνατο.
Οπωσδήποτε, τέτοιες δοξασίες, και άλλες πολλές, σχετίζονται με την προσωποποιία του νερού και συγκεκριμένα με την ύπαρξη στοιχειών σε πηγάδια και σε πηγές που δεν διστάζουν να βλάψουν τους παρείσακτους. Είναι πολύ πιθανό ότι η ανθρωπομορφική προσωποποιία των πηγαίων υδάτων έπλασε τις Ναϊάδες, τις Υδριάδες και τις πηγαίες Νύμφες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και φυσικά τις Νεράιδες, τις Λάμιες και την Πηγαδίστρα των νεότερων χρόνων, που, ως κατώτερες θεότητες, προσωποποιήσεις των φυσικών δυνάμεων της ανάπτυξης των φυτών και των ζώων, ενίοτε δε και των ανθρώπων, προστάτευαν τη φύση και την αγροτική ζωή, τη βλάστηση και τα ποίμνια, ενώ αντιπροσώπευαν την υγρασία της γης και τους χυμούς των φυτών και των δέντρων. Αρκετές από τις Νύμφες είχαν και ιαματικές ιδιότητες, ενώ υπήρχε η πεποίθηση ότι κάποιες από αυτές προειδοποιούσαν για την εμφάνιση ή την έκβαση ασθενειών, γι’ αυτό και κρεμούσαν έναν καθρέπτη στην επιφάνεια των νερών τους, αφήνοντας βυθισμένο ένα μικρό τμήμα του, ο αντικατοπτρισμός του οποίου προμήνυε τη μελλοντική εικόνα του ασθενούς, εάν, δηλαδή, αυτός θα εμφανιζόταν όρθιος ή κλινήρης.
Οι εξωτικές αυτές υπάρξεις, αν και αρνησίκοσμες και αμφίσημες, εμπλέκονται ενεργά στην κοινωνία των ανθρώπων καθώς βρίσκονται betwixt and between, ανάμεσα, δηλαδή, σε δύο κόσμους, αυτόν της φύσης και εκείνο του πολιτισμού.
Βιβλιογραφία:
Burkert W., Αρχαία ελληνική θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασική εποχή, Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1993.
Burnett W., “Holy wells in Scotland”, Transactions of the Scottish Ecclesiological Society, vol. viii, part 1, 1925, 29-50.
Eliade M., Patterns in comparative religion, trans. R. Sheed, London: Sheed and Ward, 1959.
Eliade M., The sacred and the profane. The nature of religion, San Diego: HarcMaourt Brace & Company, 1959
Fontijn, D. R., Sacrificial Landscapes: Cultural Biographies of Persons, Objects and Natural Places in the Bronze Age of the Southern Netherlands, c.2300–600 BC. 2001. Leiden: Faculty of Archaeology, University of Leiden, 2002
Graf F., Η Μαγεία στην ελληνορρωμαϊκή αρχαιότητα, Χανιώτης Α. (επιμέλεια), Μυλωνόπουλος Γ. (μετάφραση), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004.
Jordan D. R., “Defixiones from a well near the southwest corner of the Athenian Agora”, Hesperia 54, 205-255.
Varner G. R., Sacred Wells, Algora Publishing, 2009.
Αικατερινίδης Γ. Ν., "Χρήσις και σημασία του 'αμίλητου νερού' εις τον βίον του λαού", Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 1964, 42-61.
Αναγνωστάκης Η., «Το νερό που κοιμάται…», Η Καθημερινή. Επτά Ημέρες, Κυριακή 3 Ιουνίου 2001, 11-13.
Πολίτης Ν., «Λαογραφικά Σύμμεικτα», τόμος Β, Ακαδημία Αθηνών, 1975.
Φαρούπος Ν., Ο κόσμος των φανταστικών όντων των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα, 2005.
Ψιλάκης Ν., Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη. Έθιμα στον κύκλο του χρόνου, Ηράκλειο: Καρμάνωρ, 2005.