Η Μαγική Ιατρική στον Καρκαβίτσα
Η ιστορία της ιατρικής συνδέεται στενά με την προσπάθειά μας να κατανοήσουμε και κυρίως να ελέγξουμε τον φυσικό αλλά και τον μεταφυσικό κόσμο. Η λαχτάρα μας να ανακαλύψουμε μυστικά και ελιξίρια που εξασφαλίζουν υγεία, μακροζωία, αιώνια νιότη, ομορφιά και αθανασία είναι οικουμενικά συνδεδεμένη με τις μάγισσες και τους μάγους των παραμυθιών που κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους. Ακόμη, όμως, και οι θρίαμβοι της επιστήμης κινούνται στην αχλύ του μύθου, του θαύματος και της μαγείας, με τους πρωταγωνιστές να επιδέχονται, έως και τις μέρες μας, τον τίτλο του ήρωα.
Στο πλαίσιο αυτό, η συμβολή της λαϊκής λεγόμενης ιατρικής, που περιλαμβάνει ξόρκια, γιατροσόφια και εμπειρίες του μη εξειδικευμένου πληθυσμού, υποβαθμίζεται σταθερά θεωρούμενη ως πρωτόγονη και κομπογιαννίτικη. Και μπορεί καταστάσεις που αφορούν σε αθέατα σημεία του σώματος, όπως η ανάπτυξη του ανθρώπινου εμβρύου, να μην ανήκουν πια στον κόσμο της μαγείας, ωστόσο, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εξακολουθεί να θεωρεί την ασθένεια συνέπεια της δράσης των υπερφυσικών δυνάμεων. Έτσι, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας εξακολουθούν να εμπλέκονται, άσχετα από το μορφωτικό επίπεδο του πάσχοντα, πρωτίστως πλέον η επιστήμη και επικουρικά τα εκάστοτε πρακτικά, θρησκευτικά και μαγικά μέσα ίασης.
Η υγεία, λοιπόν, ως το μέγιστο των αγαθών, έχει κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές αλλά και κοσμικές προεκτάσεις, όπου, διαχρονικά, χωρούν πολλαπλές εκφάνσεις αυτού που σε κάθε εποχή αποκαλείται μαγεία.
Η κυρά Παγώνα, ορθή πλησίον ενός παραθύρου του χαμηλού σπιτιού της, σκυμμένη επάνω εις την μελανιασμένην χείρα μεσοκόπου ανδρός, εσούφρωνε τα μαραμένα χείλη της κι εψυθίριζε με σιγαλήν, ως ανεμοφύσημα, φωνήν:
«Φεύγα, ρουσούμπελη• σε κυνηγά η φωτιά, το στουρνάρι και ο πρυόβολος – σύρε στ’ άγρια όρη, στ’ άγρια βουνά!...» Και συγχρόνως με τας ξηράς και ολοτρέμους χείρας της ετσακμάκιζε τινάζουσα πλήθος σπινθήρων, προσπαθούσα δι’ αυτών και των εξορκισμών της να διώξη το πάθημα.
Η κυρά Παγώνα ήτο γνωστή εις όλον τον δήμον Μυρτουντίων και μακρύτερον ακόμη ως γόησσα διαφόρων ασθενειών. Ο γόης και η γόησσα είνε ανάγκη εις τα χωρία, όπως και ο πάρεδρος• δια τούτο δεν λείπουν από καθένα δύο και περισσότεροι τοιούτοι, αρσενικοί ή θηλυκοί αλλ’ η κυρά Παγώνα ήτο ανωτέρα όλων δια την επιτυχίαν των γοήτρων και την ποικιλίαν των γνώσεών της. Αν η γριά Ζωγάκαινα, λόγου χάριν, ήξευρε να δένη και να λύνη τ’ αμποδέματα κ έφερε, τρανόν σημάδι της ικανότητός της, ορμαθόν κλειδίων εις την ζώνην της και η θειά Κωνσταντινιά να ιατρεύη δια βοτάνων τους γεράδες• αν ο Πέτρος Νυχάκης, ο επιλεγόμενος Ζουδιάρης, κατώρθωνε να βγάνη από τους ανθρώπους και να καρφώνη εις τους κορμούς τα ζούδια• και ο Μαστροθειοχάρης, ο κτίστης, να κτίζη τους ίσκιους εις τους τοίχους των νέων σπιτιών• αν η Ασήμω η Μπραζερονύμφη, η Ρίχτισσα ήξευρε να ρίχνη εις τ’ άστρα, και να βλέπη ως αλαφροΐσκιωτη και να συνομιλή με τα στοιχειά, η κυρά Παγώνα, ως μυθική δύναμις, εσυμμάζωνεν όλα ταύτα και άλλα πολλά ακόμη εις τας γεροντικάς χείρας της. Καμμιά αρρώστεια δεν ήτο μυστική εις αυτήν• κανέν αερικόν πάθημα δεν διέφυγε την δικαιοδοσίαν της. Εκτός της ρουσούμπελης, εγήτευε τον σπλήνα, τις παραμαγούλες, τον στυλίτην, τον πονοκέφαλον, τον στρόφον, το λίθωμα των βυζών. Εξώρκιζε το μάτιασμα, «είτε στον ύπνο είτε στον ξύπνο» επήρχετο, διώκουσα αυτό «σε μέρη ακατοίκητα, σε ριζιμιά λιθάρια»• το ανεμοπύρωμα, προστάζουσα τους λόγους της να το σηκώσουν, «όπως ο ήλιος τα παιγνίδια της νυχτός»• τον πονόματον, τον οποίον δια συνδρομής της ασημένιας Παναγιάς έρριπτεν εις τα βάθη της θάλασσας, δια να καθαρίση και λάμψη το φως του πάσχοντος, «όπως ο ήλιος καλοκαιρινής ημέρας»• την λιμόκαψαν, επίβουλην αρρώστειαν, η οποία ρέβει τον άνθρωπον και τον αφανίζει ολίγον κατ’ ολίγον, όπως το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν του δένδρου, δένουσα αυτήν δι’ αλύτων δεσμών πέραν εις τα δάση και καταρωμένη «να φύγη από τις εβδομηνταδύο φλέβες του αρρώστου και τους αρμούς του όλους και να πάρη τα βάθη της θάλασσας, και να μετρήση τον άμμο της θάλασσας και των δεντρών τα φύλλα και να γυρίση πίσω!... Να φύση από τις εβδομηνταδύο φλέβες του, να πάη στα όρη, στα βουνά, πίσω του ήλιου, που σκύλος δε βαδίζει• να φάη από το κρέας του, να πιη από το αίμα του και να γυρίση στις εξηνταεννιά τ’ Αυγούστου»! Και δεν διέφερε μόνον εις τούτο από τους άλλους συντεχνίτας της η κυρά Παγώνα, αλλά και εις τα μέσα, τα οποία μετεχειρίζετο διά την επιτυχίαν του σκοπού της. Οι άλλοι εγνώριζον ένα ή δύο μόνον εξορκισμούς, τους οποίους έμαθον από άλλους παλαιοτέρους και μετεχειρίζοντο ασυνειδήτως. Η γραία όμως δια κάθε πάθημα είχεν ιδιαίτερον εξορκισμόν και εις διάφορον είδος λόγου, πεζόν ή έμμετρον• εις ιάμβους ή αναπαίστους είτε είς ερωταποκρίσεις, καλούσα βοηθούς πότε «τον αφέντη το Χριστό» και «την Παναγιά τη Δέσποινα»• τον άι Λευτέρη και τον άι Χαράλαμπο και την αγία Βαρβάρα• πότε κάμνουσα συμβούλια από κορίσται μονοσάνδαλα, «που γελούν και χαρχατουρίζουν», και καλογήρους, «που σέρνονται τ’ αχαμνά τους στη γη»• και άλλοτ’ επικαλουμένη την αντίληψιν των δαιμόνων, των αριθμών και των εβραϊκών ρητών, αδελφώνουσα επί των πασχόντων μελών τον σταυρόν με την πεντάλφαν και λέξεις του «πιστεύω» με βαρύτατας βλασφημίας. Και όχι μόνον ανθρώπους ή κτήνη, ζώντα τέλος πράγματα, ήξευρε να ιατρεύη η ογδοηκοντούτις γραία, αλλά και χωρίς ολόκληρα να σώζη από επιδημίας. Προ καιρού, όταν η Ευλογιά εθέριζεν όλα τα χωρία του Κάμπου, αυτή κατώρθωσε να κρατήση αμόλυντα τα Λεχαινά. Έκραξε σαράντα μονοστέφανες και τις έβαλες εις την αυλήν του σπιτιού της να κλώσουν βαμπάκι. Τρία ημερόνυκτα έκλωθεν το βαμπάκι κάτω από την άγρυπνον επιτήρησιν και τον χείμαρρον των εξορκισμών της. Έπειτα εζήτησε κερί κίτρινο, παρμένο από σαράντα αγνά μελισσοκούβελα, εκέρωσε με αυτό τις κλωστές και μίαν σκοτεινήν νύκτα μόνη της έζωσεν απ’ έξω την κωμόπολιν κ’ έδεσε τον κόμπον εις την εκκλησίαν του αγίου Δημητρίου, του πολιούχου. Η ζώνη εκείνη εμπόδισε την αρρώστεια να εισέλθει εις την κωμόπολιν.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λυγερή, Αθήνα, 7-9.
Χριστίνα Παπαδάκη, αρχαιολόγος