Καθαρμοί
Οι καθαρμοί, εξ ορισμού συνυφασμένοι με συγκεκριμένες αρχές της «μαγικής» συμπεριφοράς, αποσκοπούσαν στη διατήρηση της ψυχικής καθαρότητας, στην αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη σφαίρα των ηθικοθρησκευτικών προτύπων και γενικά στην επάνοδο στην φυσιολογική κοινωνική ζωή. Η μεταφορά της έννοιας της καθαρότητας από την μαγική στην ηθική σφαίρα πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση: μονάχα κατά τα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα υπάρχουν ρητές αναφορές πως δεν αρκούν μόνο τα καθαρά χέρια αλλά πρέπει να είναι και η καρδιά καθαρή.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι θεοί αγανακτούν με τους ανθρώπους που προσεύχονται ακάθαρτοι ή που κάνουν σπονδές δίχως προηγουμένως να έχουν πλύνει τα χέρια τους. Η καθαρότητα θέτει περιορισμούς και αποτελεί κοινωνική διαδικασία, αφού, όποιος επιθυμεί να ανήκει σε μία ομάδα οφείλει να ανταποκρίνεται στα κριτήρια εξαγνισμού που αυτή επιβάλλει. Συνεπώς, οι πράξεις καθαρμού έχουν τον χαρακτήρα τελετουργικών επιδείξεων εντός των ορίων μίας συγκεκριμένης περιοχής που μπορεί να είναι είτε η ίδια η κοινότητα είτε ένας εσώτερος κύκλος και πάντως υπογραμμίζουν την αντίθεση μεταξύ μίας αρνητικής και μίας θετικής καταστάσεως που διαταράσσει την κανονική ροή της καθημερινότητας. Στο πλαίσιο αυτό, οι καθαρμοί αναλαμβάνουν να εξαλείψουν μία πραγματικά δυσάρεστη κατάσταση και ως εκ τούτου πραγματοποιούνται σε μεταβατικές και οριακές καταστάσεις, όπως η σεξουαλική επαφή, η γέννηση, η ασθένεια, ο θάνατος, ο φόνος.
Συμφορές κάθε είδους αποδίδονταν στην οργή (μήνιμα) μιας απόκρυφης δύναμης ή σε κάποιο παλαιό μίασμα, οπότε το πρόβλημα εναλλάσσεται ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη καθώς και στην επίδρασή του στις επόμενες γενιές. Δεδομένου ότι η τελετή εξυπηρετεί έναν σαφώς καθορισμένο σκοπό, αναλαμβάνει μαγικό χαρακτήρα με τον καθαρμό να καταλήγει σε εξιλέωση.
Οι καθαρμοί μπορούσαν να είναι περιοδικοί ή και επαναλαμβανόμενοι προκειμένου να μην συσσωρεύονται επί μακρόν οι καθημερινές ηθικές παρεκτροπές. Όσοι βαρύνονταν με ηθικά μιάσματα δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στους «θιάσους», τις θρησκευτικές, δηλαδή, ομάδες -εταιρίες- που επικεντρώνονταν στην λατρεία ενός θεού, συνήθως του Διονύσου, δίχως να έχει προηγηθεί καθαρμός τους, εφόσον, κατά τη λαϊκή θρησκεία, «θεάρεστος» ήταν μόνον ο άνθρωπος που είχε απαλλαγεί από κάθε ηθικό μίασμα.
Σε κάθε περίπτωση, η επίσημη θρησκεία δεν υιοθέτησε τους καθαρμούς επειδή θεωρούσε απλοϊκές και παιδαριώδεις τις μεθόδους με τις οποίες τους πραγματοποιούσε η λαϊκή πίστη. Έτσι, για να καθαρθεί κάποιος από ένα σοβαρό ηθικό παράπτωμα, όπως ο φόνος, και να μπορέσει να επανενταχθεί στην ανθρώπινη κοινωνία, ήταν απαραίτητη η εξιλαστήρια θυσία στους θεούς πριν από την ικανοποίηση των συγγενών του θύματος.
Στα αρχαϊκά χρόνια είχε δημιουργηθεί μία κατηγορία θεραπόντων, ειδικευμένων στις καθαρτικές ιερουργίες, ένα είδος ιερέων καθαρτών, οι οποίοι γνώριζαν πώς να απομακρύνουν τις «ακαθαρσίες» και υπόσχονταν τη σωτηρία της κοινότητας σε περιπτώσεις επιδημιών ή πολιτικής αστάθειας. Σημειώνεται ότι υπήρχαν και εγχειρίδια για την τέλεση καθαρμών, που κυκλοφορούσαν ως έργα μεγάλων θρησκευτικών δασκάλων ή ιδρυτών μυστικών τελετών, όπως του Ορφέα ή του Μουσαίου. Από τους ιερείς θρησκευτικών καθαρμών (καθαρταί) ονομαστοί ήταν αυτοί που είχαν δράσει στην Κρήτη τον 7ο αιώνα π.Χ. και στην Πελοπόννησο κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Μάλιστα, ο Κνώσιος μάντης Επιμενίδης, ανέλαβε να καθαρίσει την Αθήνα από το επικίνδυνο μίασμα που είχαν προκαλέσει το Κυλώνειον Άγος και η παραβίαση της ιερότητας του ασύλου. Εφάμιλλοι των κρητικών ήταν βεβαίως και ορισμένοι καθάρτες από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως ο ξακουστός Μελάμπους.
Το πρωταρχικό και πιο διαδεδομένο μέσο καθαρμού, το νερό, ήταν αναγκαίο να προέρχεται από κάποια προκαθορισμένη πηγή και ακόμη καλύτερα από την θάλασσα. Διευκρινίζεται ότι, για τα πολύ σοβαρά μιάσματα ο καθαιρόμενος πρώτα ραντιζόταν με το αίμα ενός θυσιασμένου ζώου και εν συνεχεία πλενόταν με το καθάρσιον ύδωρ. Το νερό έπειτα από το τελικό πλύσιμο αποκαλούνταν απόνιμμα ή λύμα (ξέπλυμα) και ήταν πλέον μολυσμένο καθώς το μίασμα είχε μεταβιβαστεί σε αυτό, οπότε είτε απορριπτόταν στη θάλασσα και στα ποτάμια είτε παραχώνονταν σε βόθρους ανοιγμένους στη γη. Για τον καθαρμό χρησιμοποιούταν και η δορά πρόσφατα θυσιασμένου ζώου που ο καθαιρόμενος έπρεπε να φορέσει γυμνός, προκειμένου αυτή να απορροφήσει το μίασμα.
Γενικά, επί χίλια και πλέον χρόνια, ως τον 5ο αιώνα π.Χ., τα κύρια μέσα θρησκευτικού καθαρμού ήταν το αίμα του θυσιαζόμενου ζώου, για όσους μπορούσαν να επωμισθούν τη δαπάνη μιας αιματηρής θυσίας και η επάλειψη του προσώπου με πολτό από πίτυρο ή λάσπη (αποσπόγγιση) για τους ασθενέστερους οικονομικά.
Όλα, πάντως, αποτέλεσαν αντικείμενο χλευασμού από τα στοχαστικά μέλη της κοινωνίας ως απλοϊκά και παιδαριώδη. Ο Ηράκλειτος, ήδη στα 500 π.Χ. είχε σχολιάσει δυσμενώς τη συνήθεια να επιδιώκουν τον καθαρμό τους άτομα που διέπραξαν φόνο, απλώς ραντίζοντας τον εαυτό τους με το αίμα ενός θυσιασμένου ζώου. Εκατό χρόνια μετά, ο Πλάτων δεν καταδικάζει τον θεσμό του καθαρμού αλλά τη διαφθορά των προσώπων που τον αναλάμβαναν έναντι αμοιβής.
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία είχε το αίμα του θυσιαζόμενου ζώου στα ρωμαϊκά χρόνια αν και οι φτωχότερες τάξεις παρέμειναν στον ανέξοδο καθαρμό του πηλού και των πιτύρων.
Στη λατρεία της φρυγικής Μεγάλης Μητέρας η κυριότερη τελετή ήταν του ταυροβολίου ή κριοβολίου: ο καθαιρόμενος στεκόταν όρθιος σε λάκκο πάνω από τον οποίο, υπήρχε διάτρητο στέγαστρο, όπου σφαζόταν ο ταύρος ή ο κριός ώστε να τον περιλούσει το αίμα. Το λουτρό του αίματος, αν και ισχυρότερο από οποιοδήποτε λουτρό ύδατος, σπάνια θεωρούνταν πως μπορούσε να κρατήσει ισόβια καθαρό τον άνθρωπο, γι’ αυτό και η τελετή επαναλαμβανόταν μετά από είκοσι χρόνια. Τέλος, σημειώνεται ότι από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας υπάρχει και η πλέον συνήθης πρακτική του θυμιάματος για την απομάκρυνση της αρνητικής ενέργειας που προέρχεται από δυσάρεστες ή αποτρόπαιες πράξεις.
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι, η οικουμενικότητα των "κατακλυσμιαίων" μύθων είναι στενά συνδεδεμένη με την πανάρχαια πεποίθηση της καθαρτήριας δύναμης του νερού, στοιχεία της οποίας επιβιώνουν και στην Ορθοδοξία μέσα από το Μυστήριο της Βάπτισης και την τελετή του καθαγιασμού των υδάτων.
Χριστίνα Παπαδάκη, αρχαιολόγος, μεταδιδακτορική ερευνήτρια
ΠΗΓΕΣ:
Burkert W., Αρχαία ελληνική θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασική εποχή, Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1993.
Dodds R. E., Οι Έλληνες και το παράλογο, μετάφραση Γιατρομανωλάκης Γ., Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1996.
Παπαχατζής Ν. Δ., «Η λαϊκή θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα των ιστορικών χρόνων», Αρχαιολογική Εφημερίς 129 (1990), 1-82.