Γ. ΜΠΑΛΑΝΟΣ: ΣΦΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΑΜΕΡΙΜΝΑ (ΕΡΠΟΥΣΑ ΣΚΙΑ)
To κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το κεφάλαιο "Σφυρίζοντας Αμέριμνα" από το βιβλίο του Γιώργου Μπαλάνου "ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ". Κρίνεται σκόπιμο να δημοσιευθεί ολόκληρο σήμερα ώστε να παρασχεθούν στον ανήσυχο ερευνητή, στο μελετητή και στον αναγνώστη θεμάτων του Παράξενου και του Απαγορευμένου περισσότερα όπλα για το ζήτημα της Έρπουσας Σκιάς. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε ένα εισαγωγικό κείμενο πριν την κυκλοφορία της κύριας μελέτης στο θέμα, δηλαδή του βιβλίου του Γιώργου Μπαλάνου "ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΡΠΕΙ... ΣΑΝ ΣΚΙΑ". (Βλ. υποσημείωση στο τέλος.)
ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ πριν μερικές εβδομάδες, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, δέχτηκα την απρόσμενη επίσκεψη ενός γνωστού μου νεαρού. Σε σχεδόν έξαλλη κατάσταση, πανικόβλητος, άρχισε να μου μιλά για μια σειρά από εμπειρίες που είχαν να κάνουν–σύμφωνα με τα λεγόμενά του– με κάποιες επαφές του με κάτι το ιδιαίτερα τρομακτικό για το οποίο είχα κάνει επιφυλακτικά λόγο στα προηγούμενα άρθρα μου που είχε διαβάσει – εννοώ τη λεγόμενη Έρπουσα Σκιά….
Στην κατάσταση που ήταν δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα –η όλη περιγραφή ήταν μάλλον χαώδης– ούτε πόσα, ενδεχομένως, οφείλονταν στη φαντασία του ούτε πόσα αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα. Εκείνο που μου τράβηξε κυρίως την προσοχή, ότι ίσως να ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα τα όσα του είχαν συμβεί, ήταν το γεγονός ότι τα σχετικά συμβάντα επικεντρώνονταν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Αθήνας που έχει μεν σχέση με το θέμα, αλλά που ο ίδιος το αγνοούσε, γιατί δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα σχετικά με την περιοχή αυτή[1].
Όμως, εκείνο που θέλω να σας μεταφέρω εδώ δεν είναι ούτε αυτό καθ’ εαυτό το συγκεκριμένο συμβάν, ούτε να αναλύσω την ενδεχόμενη σημασία της σχετικής περιοχής – που άλλωστε την αγνοώ, γιατί η σχετική έρευνα είναι ακόμη στα σπάργανα, έστω κι αν ο πρώτος εντοπισμός της έγινε πριν από δύο ή τρία χρόνια. Αντίθετα, θέλω να σας μεταφέρω ένα μικρό μέρος από εκείνη την αίσθηση ενός αφόρητου τρόμου κι ενός επακόλουθου πανικού που διέκρινα στον μάρτυρα, αντιδράσεις που σχεδόν καθιστούσαν άχρηστη μία αντικειμενική ανάλυση ή αξιολόγηση της όποιας εμπειρίας του. Τίποτα το αντικειμενικό ή το απτό, μονάχα μια αίσθηση απερίγραπτου τρόμου πέρα από τις λέξεις.
Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα στο χώρο αυτό, αν πρώτα δε βρούμε τρόπο να ελέγξουμε, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τις δικές μας αντιδράσεις.
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είχε στη ζωή του κάποιες τρομακτικές εμπειρίες, ασχέτως κατά πόσον αυτές αφορούσαν σε πραγματικές και ουσιαστικές μορφής απειλής ή αποτελούσαν απλώς αποκυήματα μιας οξυμένης φαντασίας. Ένας σκοτεινός δρόμος ή ένα άδειο σπίτι όταν είμαστε παιδιά, η επίσκεψη ενός εφοριακού ή της πεθεράς μας όταν είμαστε μεγάλοι – γενικά όλοι είχαμε κάμποσες τρομακτικές εμπειρίες στη ζωή μας.
Και ποια είναι η συνηθέστερη αμυντική αντίδραση στους φόβους μας;
Α, μία από τις καλύτερες –σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα– είναι το κουκούλωμα κάτω από την κουβέρτα, αν βρισκόμαστε σπίτι, ή το να το βάλουμε στα πόδια, αν βρισκόμαστε στο δρόμο. Όμως, επειδή διαθέτουμε και κάποιο σχετικό φιλότιμο, το συνηθέστερο είναι ν’ αντιδρούμε στο φόβο μ’ έναν άλλο παραδοσιακό τρόπο:
Σφυρίζοντας αμέριμνα.
Ναι, η συνηθέστερη και δοκιμασμένη μέθοδος αντιμετώπισης ενός Κάτι που μας τρομάζει είναι να το “εξορκίζουμε” μ’ ένα τάχα αμέριμνο –αν και τρεμουλιαστά παράφωνο– σφύριγμα, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από το σημείο όπου ίσως καραδοκεί αυτό το ενδεχόμενο τρομερό Κάτι. Και το προσπερνάμε αργά –συχνά ο φόβος δε μας επιτρέπει καν να τρέξουμε– με τα χέρια στις τσέπες, αλλά και την ψυχή στο στόμα, σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα κι αμέριμνα κάποιον ακαθόριστο σκοπό. Ίσως από αυτούς τους ακαθόριστους σκοπούς γεννήθηκαν και τα πρώτα εμβατήρια.
Και αν το Κάτι που φοβόμαστε είναι φανταστικό, κανένα πρόβλημα, αλλά – αν είναι πραγματικό;
Ε, τότε, καλό θα ήταν να εντοπίσουμε εμείς πρώτοι την κρυψώνα του και μετά, είτε να πάψουμε να περνάμε από εκεί κοντά, αν αυτό είναι δυνατό, είτε να το αντιμετωπίσουμε στα ίσια και ν’ αναμετρηθούμε μαζί του.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό το Κάτι –η Έρπουσα Σκιά– που μας απασχολεί εδώ, ούτε κι έχω συγκεκριμένους τρόπους ριζικής αντιμετώπισης πέρα από κάποιες πρόσκαιρες λύσεις ανάγκης ή δικλείδες σχετικής ασφάλειας ή διαφυγής. Αλλά σίγουρα είναι κάτι που κι εμένα με γεμίζει τρόμο και πιθανώς αποτελεί την αιτία πολλών ακατανόητων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν καθημερινά πολλοί από μας.
Όλα αυτά τα προβλήματα τα περιγράφουμε με μια συμβολική φράση ως “Άγγιγμα της Σκιάς”. Έτσι, μιλάμε για “ανθρώπους ή τόπους που άγγιξε η Σκιά”, αν και δεν πρόκειται καν για αληθινό άγγιγμα –οι συνέπειες σ’ ένα αληθινό άγγιγμα θα ήταν τουλάχιστον ασύλληπτες– αλλά για απλή εξ αποστάσεως επιρροή, συνήθως μέσω ονείρων (από το δρόμο του βαθύτερου ασυνειδήτου) ή μέσω αμεσότερης επαφής με ορισμένους τόπους ή ορισμένα πρόσωπα. Αλλά δεν ξέρουμε καν τι ακριβώς είναι αυτή η ίδια η Έρπουσα Σκιά! Υπάρχουν μόνον εικασίες, υποθέσεις και μια βαθύτερη άγνοια που κάνει ακόμη πιο τρομακτικό το πρόβλημα.
Όμως, επειδή κανείς δεν μπορεί να τρέχει για πάντα προσπαθώντας να ξεφύγει από κάτι που τον τρομάζει –εξάλλου και ο κίνδυνος έχει τη δική του γοητεία– είμαι υποχρεωμένος ν’ αναζητήσω κάποιο τρόπο αντιμετώπισης. Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ αντιμετωπίσεις κάτι του οποίου αγνοείς την αληθινή του φύση, αλλά εξίσου σίγουρο εδώ είναι και το ότι κανένας δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα το θετικό αν αντιδρά υπό το κράτος του πανικού – και πώς νικάς τον πανικό που τείνει να σε κυριέψει μπροστά σ’ ένα τρομερό κι απρόσωπο Κάτι; Α χα! Σε πρώτη φάση, με την ίδια παλιά, καλή μέθοδο: σφυρίζοντας αμέριμνα.
Σφυρίζεις χαζά και παράφωνα, και προσπαθείς να ξεγελάσεις με τους φόβους σου. Αν επιμείνεις στην προσπάθεια, σε λίγο αρχίζεις να γελάς και πραγματικά – να γελάς στη θέα της ίδιας της φοβισμένης φάτσας σου, να γελάς ακόμη και με τον κωμικό τρόπο που πιλαλάς εδώ κι εκεί σαν ζαλισμένο κοτόπουλο που μόλις το έσκασε από το ψητοπωλείο της γειτονιάς (το τσικενμπουργκεράδικο, επί το ελληνικότερον) στην αγωνία σου για να ξεφύγεις. Βλέπεις πόσο αστείος και αξιοθρήνητος είσαι στον πανικό σου…
Αλλά κάποτε, κάποια στιγμή, όταν το γέλιο σου γίνει αρκετά βροντερό κι αποκτήσει κάποιες τονικές αποχρώσεις μιας αγέρωχης περιφρόνησης, κάτι Άλλο ξυπνά μέσα σου, κάτι πολύ δυνατό, το οποίο συνήθως κοιμάται στον πυρήνα του ασυνειδήτου σου. Και τότε μπορείς να σταματήσεις απότομα το φευγιό σου, να γυρίσεις και να σταθείς με την πλάτη προς τον τοίχο και να δείξεις τα δόντια σου σ’ ένα πλατύ λυκίσιο χαμόγελο που μόνο όσοι ξέρουν από το μεθύσι της μάχης μπορούν να χαρίσουν στον ατυχή αντίπαλο. Τότε είναι που εσύ, πλέον, απευθύνεις την πρόκληση αναμέτρησης προς αυτό που σε κυνηγά.
Ακόμη κι ένα κοτόπουλο μπορεί κάποτε να χαμογελάσει σαν λύκος.
Και τότε, πιστέψτε με, όποια κι αν είναι η έκβαση της σύγκρουσης, νίκη ή ήττα, είναι μια εμπειρία που αξίζει τον κόπο να τη ζήσει κανείς, έστω κι αν είναι η τελευταία της ζωής του!
Δεν μπορώ να πω ότι, αναφορικά με το συγκεκριμένο τρομερό Κάτι, έχω καταφέρει να φτάσω σ’ αυτό το επιθυμητό σημείο. Μάλλον βρίσκομαι ακόμη στο ενδιάμεσο στάδιο του νευριασμένου κόκορα κι ενός –ελπίζω όχι ιδιαίτερα υστερικού– κλαυσίγελου.
Φανταστείτε την εξής σκηνή – είναι απόλυτα αληθινή με τον τρόπο της, αν και συνοψίζει σε μία αρκετές διαφορετικές στιγμές:
Το γραφείο μου –γεμάτο βιβλία, σκόνη, άδεια φλιτζάνια του καφέ και ακόμη πιο άδεια ποτήρια από ουίσκι– σ’ ένα ψηλό ρετιρέ με σχετικά άνετη θέα προς την πόλη ολόγυρα… Κάποια βράδια, όπως κάθομαι εκεί και κοιτάζω μελαγχολικά πότε προς τη μισητή οθόνη του κομπιούτερ μου με το ακόμη άγραφο άρθρο –όπως καλή ώρα τώρα– και πότε προς την βουερή πόλη που απλώνεται απέραντη και μυστηριακή πέρα χαμηλά, με πλημμυρίζουν συχνά παράξενα… πολύ παράξενα συναισθήματα.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να γίνω πιο σαφής –και θα μπορούσα– αλλά η σαφήνεια εδώ δεν έχει και τόση σημασία κι, εξάλλου, είπαμε ότι πολλά πράγματα πρέπει να τ’ αντιμετωπίζουμε σφυρίζοντας αμέριμνα, αν δε θέλουμε να τρέχουμε πανικόβλητοι εδώ κι εκεί…
Τα μάτια μου εξακολουθούν να βλέπουν μονάχα τις συνηθισμένες γνώριμες εικόνες, και το μυαλό μου συμφωνεί μαζί τους, αλλά τα ένστικτά μου –που τα έφτιαξε η μαμά-Φύση πολύ πριν πασαλείψει τον εγκέφαλό μου με το βερνίκι της φαιάς ουσίας– επιμένουν να “βλέπουν” άλλα πράγματα. Ένστικτα που ανασαλεύουν και ξυπνούν και βλέπουν πάντοτε τον κόσμο με Άλλα Μάτια…
Για κάποιο λόγο, η πόλη φαντάζει αφύσικα απόμακρη, και οι άνθρωποι το ίδιο. Η όλη ατμόσφαιρα αποκτά μία όψη που είναι ταυτόχρονα και θολερά σκιώδης και λαμπερά κρυστάλλινη. Υπάρχουν περίεργες νησίδες φωτός σε μια θάλασσα σκοταδιού ή περίεργες νησίδες σκοταδιού σε μια θάλασσα από φώτα. Είναι σαν ένας πολύ πιο μεγάλος τόπος από αυτόν που ξέρουμε, με πολλαπλά επίπεδα, κι εμείς οι άνθρωποι διαλέξαμε απλώς να μείνουμε σ’ ένα από αυτά, αδιαφορώντας παντελώς για τα υπόλοιπα. Έχουμε έτσι την ψευδαίσθηση ότι κινούμαστε ελεύθεροι σαν τ’ άγρια άλογα στον ανοιχτό κάμπο της πραγματικότητας, ενώ η αλήθεια είναι ότι όλοι κινούμαστε σαν τρενάκια πάνω σε αόρατες ράγες, αιχμάλωτοι και δέσμιοι της επιλογής μας σε μια πολύ στενή έννοια πραγματικότητας – ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος, αλλά κι εμείς δυσανάλογα μικροί για να τον συλλάβουμε και να τον αποδεχτούμε στην ολότητά του. Αλλά κάποια τρενάκια μπορεί και να εκτροχιάζονται –με τη θέλησή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση – και ν’ απελευθερώνονται από τις ράγες.
(Τώρα, ένας ψυχίατρος ίσως να έβγαζε ενδιαφέρονται συμπεράσματα απ’ όλα αυτά, αλλά κι εγώ θα έβγαζα μερικά ακόμη πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα για εκείνον, έτσι θα είμαστε πάτσι. Θ’ ανταλλάσσαμε μερικά καχύποπτα βλέμματα, δε λέω, αλλά – γενικά κανένα πρόβλημα. Εκείνος θ’ ανέλυε το ασυνείδητό μου κι εγώ θα έπαιζα με το δικό του.)
Και κάποια βράδια προσφέρονται ιδιαίτερα για εκτροχιασμούς. Δεν ψάχνω να βρω την αιτία, το γιατί αυτό συμβαίνει επιλεκτικά στα συγκεκριμένα βράδια ενώ δε συμβαίνει σε άλλα. Το ερώτημα δε με απασχολεί καθόλου. Ο λόγος που δεν ψάχνω για την αιτία δεν είναι μόνο επειδή την ξέρω ήδη –γιατί πράγματι την ξέρω– αλλά κυρίως για να μην ξεφύγω από το ρυθμό που μου επιβάλλει η ίδια η νύχτα. Δε θέλω να χάσω τη μουσική της, αλλά ν’ αφεθώ και να παρασυρθώ από αυτή, να γίνω ένα μαζί της.
Ιδίως τις νύχτες που φυσούν κάποιοι μικροί άνεμοι – το θυμάστε;
Τότε η πόλη φαντάζει ακόμη πιο διαφορετική, πιο απόμακρη, πιο ξένη… αλλά κι εγώ νιώθω σαν ξένος σε ξένη γη, όπως λέει η γνωστή φράση. Είναι σαν μια πόλη ενός άλλου κόσμου, με άλλους κατοίκους που δεν έχουν καμία σχέση μαζί μου, μα ούτε κι εγώ μαζί τους απλώς συνυπάρχουμε και συνταξιδεύουμε – ως το σημείο του εκτροχιασμού από τις δεσμευτικές ράγες. Εκεί οι δρόμοι μας χωρίζουν: εκείνοι συνεχίζουν να ζουν και κινούνται σαν κουρδιστά τρενάκια στις παλιές τους ράγες, ενώ εγώ βγαίνω εντελώς από αυτές…
Κάτι με καλεί τότε και – άντε γεια!
Εδώ μια μικρή παρένθεση:
Μπορεί αυτό να μην έχει καμία σχέση με το Κάλεσμα, το αληθινό μεγάλο Κάλεσμα, που είναι μια άλλη ιστορία, άλλα σίγουρα είναι ένα “μικρό” Κάλεσμα της Νύχτας – τότε που οι Κυνηγοί ξυπνούν και βγαίνουν σε αναζήτηση….
Μια άλλη αίσθηση πλανιέται τώρα στην ατμόσφαιρα… Μπορεί να είναι η αίσθηση ενός κάτι υπέροχου που σε περιμένει κρυμμένο να το βρεις ή η αίσθηση μιας απειλής που πρέπει οπωσδήποτε να την αντιμετωπίσεις ή, συνηθέστερα, και τα δύο μαζί.
Οι τρίχες στο κεφάλι σου μυρμηγκιάζουν… νιώθεις την καρδιά σου να χτυπά πιο δυνατά… η ανάσα σου γίνεται πιο γοργή καθώς ο αέρας γεμίζει άφθονος τα πνευμόνια σου και από εκεί, με το αίμα να μεταδίδει τη ζωντάνια του σε όλο το σώμα... Οι μύες σου πάλλονται και φουσκώνουν από ενέργεια, εκτός από εκείνους της κοιλιάς οι οποίοι σφίγγονται, και η πείνα που τυχόν ένιωθες εξαφανίζεται. Οι κόρες των ματιών σου ανοίγουν διάπλατα, το σκοτάδι γίνεται πιο φωτεινό, όλη σου η προσοχή εστιάζεται στο κοντινό και το άμεσο και η ολότητά σου είναι έτοιμη για δράση.
Τι κάνει ο Κυνηγός τώρα;
Αρχίζει να ψάχνει –– αλλά εδώ ας πάψουν να μουρμουρίζουν εκείνοι οι ψυχίατροι στα πίσω καθίσματα. Εντάξει, παιδιά, το ξέρω ότι αυτά που συνοψίζω με τα παραπάνω –αλλά με λογοτεχνικό μάλλον παρά με κλινικά ιατρικό ύφος– είναι οι λειτουργίες του συμπαθητικού. Ναι, ξέρω ότι περιγράφω κατά βάση μια κατάσταση στην οποία τα επινεφρίδια (και όχι μόνο) δουλεύουν στο φουλ για να παράγουν την αναγκαία αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη για τα πρώτα στάδια του Κυνηγιού, καθώς και την αναγκαία κορτιζόλη για τα μετέπειτα. Α, ναι, έχουμε και μια ελάχιστη συμμετοχή της παρασυμπαθητικής ακετυλοχολίνης, που όμως αυτή περιορίζεται στο να κάνει τις τρίχες να μυρμηγκιάζουν ηδονικά.
Αλλά, γιατί να σας ξενίζει αυτό; Λέτε η μαμά-Φύση να έβγαλε όλες αυτές τις ορμονίτσες απλώς και μόνο για να έχουν δουλειά κάποια εργαστήρια ανάλυσης ή για να χρησιμοποιούνται από μας; Δικές μας είναι, ό,τι θέλουμε τις κάνουμε.
Ε, ας τις χρησιμοποιήσουμε, και μάλιστα με τρόπο που δεν τον ξέρει κανένας ενδοκρινολόγος ή φυσιολόγος και που μονάχα μια κάποια θολή υποψία της τεχνικής θα μπορούσε να σχηματίσει ένας ψυχίατρος. Άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, τόσο η αδρεναλίνη όσο κι η κορτιζόλη είναι αλκοόλες, σωστά δε λέω; Συνεπώς, γιατί να μη “μεθύσουμε” μ’ αυτές; Γι’ αυτό, ας μπούμε στο εσωτερικό μας μπαρ και ας φωνάξουμε στον μπάρμαν: “Παιδί, πιάσε ένα σφηνάκι επινεφρίνης με μια δόση ACTH για συμπλήρωμα, και φύγαμε. Και μην ανησυχείς, δεν είναι πράγματα που τα πιάνει το αλκοτέστ”…
Φύγαμε; Πώς φύγαμε; Και γιατί φύγαμε;
Αφήστε τους ψυχιάτρους να μουρμουρίζουν τα δικά τους, γιατί εδώ, το δικό μας πρόβλημα και το κρίσιμο σημείο αναχώρησης βρίσκεται μερικές αράδες ή βήματα πιο πίσω, στο σημείο του εκτροχιασμού που λέγαμε: στο κέντρισμα ή σοκ που σε πετάει έξω από τις γραμμές της συμβατικής πραγματικότητας.
Για σταθείτε όμως, για μια στιγμή! Με όλα αυτά τα περί επιπέδων πραγματικότητας μιας πόλης, με τα τρενάκια, τους ψυχιάτρους και τα σχετικά, ξεχάστηκα!
Τώρα συνειδητοποιώ ότι το άτιμο το πνεύμα το πονηρό μέσα μου –εκείνο το μαλλιαρό τετράποδο με τα λοξά κίτρινα μάτια, ξέρετε– μ’ έχει μεθύσει ύπουλα με επινεφριδιακές ορμόνες (που είναι αλκοόλες, για να μην ξεχνάμε και τη χημεία μας) και ποιος ξέρει τι θέλει να μου σκαρώσει τώρα; Μπορεί να μου χαμογελά ενθαρρυντικά, αλλά εκ κατασκευής το χαμόγελό του είναι γεμάτο δόντια, και οτιδήποτε που διαθέτει τόσα δόντια και δεν είναι τσατσάρα με κάνει μάλλον ν’ ανησυχώ. Τι μπορεί να θέλει αυτό το τετράποδο από έναν καθωσπρέπει συγγραφέα; Και, μια και το ’φερε η κουβέντα, ένας καθωσπρέπει συγγραφέας –και μάλιστα με γυαλάκια που του δίνουν μια πρόσθετη σοβαρότητα– πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ένας ψυχρός κι αντικειμενικός ερευνητής, έτσι δεν είναι; Συνεπώς το πρώτο μου μέλημα θα είναι να ελέγξω τις άδηλες προθέσεις του πονηρού τετράποδου που λέγαμε.
Γιατί να θέλει άραγε να με μεθύσει με τις ίδιες μου τις επινεφριδιακές (και άλλες) ορμόνες αυτό το μαλλιαρό πλάσμα; Κάνεις ωραίο κεφάλι, δε λέω, αλλά ποια η σκοπιμότητα πίσω από αυτή την προσπάθεια; Σίγουρα κάπου θέλει να με “ρίξει”, αλλά με ποιον απώτερο στόχο;
“Άσε με να βγω στην επιφάνεια”, απαντά αμέσως το πονηρό τετράποδο, “και θα σου εξηγήσω”.
“Πριτς!” του απαντώ εγώ, χαμογελώντας αυτάρεσκα προς το είδωλό μου, όπως αυτό διαγράφεται καθαρά στη μεγάλη τζαμαρία της βεράντας που βλέπει προς τη νυχτερινή πόλη, ικανοποιημένος που δεν την πάτησα από την πονηριά του τετράποδου. “Θα βρω μόνος μου τους λόγους που προσπαθείς να με μεθύσεις και να με παρασύρεις με αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο”.
Το σκέφτομαι, χαϊδεύοντας και τρίβοντας αφηρημένα την περιοχή όπου κουρνιάζουν τα επινεφρίδιά μου… Α χα! Μετά από κάμποσο τρίψιμο, το λαμπάκι της ιδέας ανάβει ξαφνικά πάνω από το κεφάλι μου σαν να ήταν των έξι βολτ αλλά με τροφοδοτικό των δώδεκα.
Συνειδητοποιώ ότι το πονηρό τετράποδο προσπαθούσε να με μεθύσει, αφ’ ενός με ορμόνες που προετοιμάζουν τον ανθρώπινο οργανισμό για δράση και αντιμετώπιση κινδύνων και αφ’ ετέρου με ορμόνες ελέγχου του αναπόφευκτου στρες που θα προέκυπτε από τη δράση και τον κίνδυνο!
Αλλά γιατί να επιδιώκει μια τέτοια προετοιμασία;
“Γιατί υπάρχει και απειλή και κίνδυνος, και η ανάγκη ν’ αναλάβεις σχετική δράση, μπουμπούνα”, μου απαντά αμέσως το πονηρό τετράποδο. “Γι’ αυτό, άσε με να βγω!”
Φυσικά δεν τολμώ ν’ αμολήσω έτσι εύκολα κάτι που διαθέτει τόσα δόντια –και δεν είναι τσατσάρα– να κυκλοφορεί ελεύθερα στο γραφείο μου. Αλλά μετά θυμάμαι εκείνη την εικόνα της πόλης που είχα δει ή νιώσει πιο πριν, όταν ήμουν μεθυσμένος από τις σχετικές ορμόνες….
Κοιτάζω πάλι έξω… Η νυχτερινή πόλη εξακολουθεί να φαντάζει παράξενη, με σκόρπιες νησίδες περίεργα θολερού σκοταδιού και άλλες εξ ίσου περίεργης κρυστάλλινης φωτεινότητας. Σημεία και τόποι που τα μεν με απωθούν, τα δε με έλκουν. Αλλά και άνθρωποι που βαδίζουν τυλιγμένοι σε κάτι σαν αχνό πέπλο θολερής καταχνιάς… Όχι, δεν είναι η λεγόμενη “αύρα” τους, αλλά μάλλον κάτι που μοιάζει περισσότερο με ξένο παράσιτο…
“Άσε με να βγω, ανθρωπάκο!” γρυλίζει πάλι το θηρίο με τα λοξά κίτρινα μάτια. “Οι νερωμένες ορμόνες σου είναι απλώς για να σε βοηθήσουν ν’ αποτολμήσεις τα πρώτα βήματα, αλλά δεν επαρκούν από μόνες τους. Γι’ αυτό χρειάζεται η δική μου αδρεναλίνη!”
Αυτό με τσαντίζει! Πάντα με τσαντίζει όταν κάποιος προσβάλλει την αδρεναλίνη μου. Είναι μιας πρώτης τάξεως αδρεναλίνη, με σφραγίδα ποιότητας του ΕΛΟΤ και με ημερομηνία λήξης, και δε θα επέτρεπα σε κανένα να μου την αποκαλεί “νερωμένη”. Ο θυμός που με κυριεύει ανεβάζει φυσικά τα επίπεδα της αδρεναλίνης, αλλά και της χοληστερόλης μου (άλλη αλκοόλη κι αυτή!) με τρόπο που θα στέναζε ένα πιεσόμετρο. Έτσι, μη ανεχόμενος ένα ζώο να μου παίζει τον ξύπνιο, αποφασίζω να καταφύγω στην περίφημη ανθρώπινη φαιά ουσία μου, κάτι που κανένα θρασύ τετράποδο δε διαθέτει. (Το οποίο, σημειωτέον, εδώ χαμογελά ειρωνικά, όλο δόντια, ίσως γιατί θυμάται τη μέθοδό μου του “σφυρίζειν αμερίμνως”.) Ναι, κόντρα στα ζωώδη του ένστικτα θ’ αντιτάξω την ανθρώπινη γνώση και τη φαντασία μου για να βρω την απάντηση….
Θυμάμαι τη βασική αρχή της Κοσμικής Βιοδυναμικής, ότι άνθρωπος και σύμπαν –ανθρώπινο ενεργειακό πεδίο και κοσμικό ενεργειακό πεδίο– αποτελούν ένα ενιαίο κι αδιαίρετο πλέγμα σαν αυτό που φτιάχνει τους κοινούς κρυστάλλους. Συνεπώς, υπάρχουν αόρατα νήματα ή γραμμές πεδίου που, σαν παλλόμενες χορδές ενέργειας, με συνδέουν τόσο με τα σκοτεινά σημεία της πόλης που με απωθούν όσο και με τα φωτεινά που με έλκουν. Αλλά και με τους ανθρώπους που κυκλοφορούν εκεί.
Η τεχνική είναι σχετικά απλή –την είχα ήδη εφαρμόσει εν μέρει τρίβοντας πριν από λίγο αφηρημένα τα σημεία κάτω από τα οποία φωλιάζουν τα επινεφρίδια– κάνοντας έτσι τη σχετική συνδετική “χορδή” να πάλλεται ολοένα και πιο γοργά.
Τώρα, μπορεί μεν η φυσική να περιγράφει έναν τέτοιο παλμό κατά μήκος της χορδής σαν “κύμα” ή σαν “κβάντο ενέργειας”, αλλά το ανθρώπινο μυαλό μου δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά με τέτοιες στρυφνές κι αφηρημένες έννοιες. Έτσι, επιστρατεύω την –ομολογουμένως οργιώδη και καλπάζουσα– φαντασία μου και φαντάζομαι αυτό το μικρό κύμα ή το “κβάντο” σαν να ήταν ένα ανάριο πουλί, ένα πουλί που πετά πέρα ακολουθώντας τη νοητή γραμμή της χορδής. Το κύμα είναι το φτερούγισμά του…
Το δυσνόητο κυματικό κβάντο μεταμορφώνεται έτσι σ’ ένα γεράκι, και αυτή είναι πλέον μια εικόνα που την καταλαβαίνω, όντας πολύ πιο εύκολη να τη συλλάβω και να τη χειριστώ. Δε έχω πλέον να κάνω με ανώτερα μαθηματικά, αλλά με μια απλή νοερή εικόνα από ένα γεράκι που ξεδιπλώνει από μέσα μου τα φτερά του –σαν νεοσσός που βγαίνει από το αβγό του ή σαν πεταλούδα από το κουκούλι της– και πετά προς το στόχο που μ’ ενδιαφέρει….
Σας είπα, υπάρχουν και χρήσεις για τις ορμόνες μας που κανένας φυσιολόγος ή ψυχίατρος δε φαντάστηκε ποτέ!
Το γεράκι –όπως κάθε σοφό ζώο, άλλωστε– είναι ένα κατά βάση δειλό πλάσμα, που προτιμά να αποφεύγει κάθε κίνδυνο, εκτός κι αν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αλλά δεν είναι και τόσο δειλό, όσο εγώ ας πούμε. Έτσι, η συγκεκριμένη του αντίδραση τούτη τη φορά μάλλον μου κάνει εντύπωση, για να μην πούμε ότι με τρομάζει – αλλά είπαμε: εδώ σφυρίζουμε αμέριμνα και κεφάτα, αν δε θέλουμε να τρέχουμε σκούζοντας και ουρλιάζοντας από πανικό. Καλύτερα ένα εύθυμο “χα-χα-χα” παρά ένα υστερικό “ίιιχ-ίιιχ-ίιιχ”.
Το μήνυμα του γερακιού;
“Φύγε, φύγε, φύγε! Μακριά, μακριά, μακριά! Κίνδυνος, κίνδυνος, κίνδυνος!”
Τώρα, μπορεί να μην είμαι τόσο θαρραλέος όσο το μάλλον δειλό γεράκι, αλλά, από την άλλη μεριά, με τρώει κι αυτό που λέγεται ανθρώπινη περιέργεια. Και, συνήθως, όταν κάτι με έλκει αλλά και με τρομάζει ταυτόχρονα, κάνω αυτό που θα έκανε κάθε συνετός και φρόνιμος άνθρωπος: στέλνω κάποιον άλλο να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Αλλά ποιον, αν το γεράκι αρνείται να πλησιάσει πιο κοντά;
“Εμένα, ηλίθιε!” γρυλίζει το γνωστό μαλλιαρό τετράποδο. “Το πρόβλημα ανήκει στη δική μου δικαιοδοσία.”
Κοιτάζω αναποφάσιστα προς τις σκοτεινές περιοχές της πόλης που τόσο είχαν τρομοκρατήσει το γεράκι, και το αντικαθρέφτισμα του δωματίου φτιάχνει ένα παράλληλο διαμέρισμα πέρα από τη μεγάλη τζαμαρία που καλύπτει όλον τον τοίχο. Στέκομαι σε στάση στοχασμού, αλλά το είδωλό μου σ’ εκείνο το άλλο δωμάτιο στέκεται μάλλον σαν ηλίθιος, σε αντίθεση με το μαλλιαρό τετράποδο με τα κίτρινα μάτια που με κοιτάζει με ειρωνεία και αηδία, σαν να έβλεπε μια σκυλίσια λαιμαριά. Αν δεν ήταν “του σπιτιού” που λένε, θα το καταριόμουνα ο Θεός να του κόβει μέρες και να του δίνει ψύλλους.
“Εσένα δε σ’ εμπιστεύομαι για να σε αμολήσω”, του λέω σε ξερό και, ελπίζω, σε αυστηρό τόνο.
“Τι να με αμολήσεις, βρε ανθρωπόβολο!” απαντάει εκείνο (υποθέτω κατά το “ζωντόβολο”, από τη σκοπιά του). “Είμαι έξω εδώ και κάμποση ώρα και απλώς περιμένω να το συνειδητοποιήσεις κι εσύ”.
Το γεράκι μού έχει μεταδώσει τον τρόμο του και η νύχτα απέξω είναι πολύ παράξενη και γεμάτη απειλή, αλλά και συνάμα ενδιαφέρουσα, συναρπαστική…. Και –εδώ αναστενάζω– αλλά, ενάντια σε κάθε λογική και σύνεση, νιώθω να με καλεί! Όμως η μέρα ήταν κουραστική και ίσως το πιο φρόνιμο θα ήταν να πέσω για ύπνο…
“Όχι ύπνος, όχι ύπνος, όχι ύπνος. Κακά όνειρα, κακά όνειρα, κακά όνειρα”, ακούω να σκούζει απότομα το γεράκι.
“Και μόνο με το που έστειλες το γεράκι ν’ ακολουθήσει τη χορδή επαφής με τις Μαύρες Λίμνες”, εξηγεί χαιρέκακα το τετράποδο με τα λοξά κίτρινα μάτια, “δημιούργησες μια γέφυρα επαφής μαζί τους. Δεν είναι η νύχτα που θα πρέπει να ρισκάρεις να σε αγγίξουν κάποια όνειρα”.
“Και, τότε τι κάνουμε…;” ρωτάω αβέβαια, γιατί αυτή τη φορά, η τεχνική του αμέριμνου σφυρίγματος δεν επαρκεί για να διώξει τις σκιές που αρχίζουν να μαζεύονται στο δωμάτιο. Πιστεύω κι ελπίζω να είναι μονάχα μια απλή ψυχολογική αίσθηση αυτή η σκοτεινιά, αλλά δεν τολμώ και να πάρω όρκο γι’ αυτό.
“Οι μικροί άνεμοι φυσούν απόψε”, απαντά αινιγματικά το πλάσμα με τα λοξά κίτρινα μάτια. “Και ξέρεις πώς να αυτομεθύσεις αρκετά ώστε να ακούσεις τις φωνές τους”.
“Με τη διέγερση κάποιων ενεργειακών κέντρων του σώματος και κάποιων αδένων που παράγουν, αδρεναλίνη, σεροτονίνη, ενδορφίνες και τα σχετικά…”, αρχίζω να λέω εγώ.
“Παράτα τις επιστημονικές μπούρδες και άκου μονάχα το τραγούδι μέσα σου, το δικό μου τραγούδι, και το τραγούδι των ανέμων”, γρυλίζει το πλάσμα με τα λοξά κίτρινα μάτια. “Μέθυσε με αυτή τη μουσική και μόνο.”
Αφουγκράστηκα… Ένα μελωδικό σφύριγμα σαν από ανέμους που φυσούν μέσα από χαραμάδες… σαν από το θρόισμα ξερών φύλλων που παρασύρονται και στροβιλίζονται από αυτούς… σαν από μαύρες καταχνιές που διαλύονται στον άνεμο… Με νέα μάτια μπορούσα επιτέλους να δω και ήμουν έτοιμος, λαχταρούσα να περπατήσω δρόμους και διαδρομές και λαβυρίνθους στην πόλη που κανένας με τα συνηθισμένα μάτια δε θα μπορούσε να δει…
“Φεύγουμε!” λέω στο πλάσμα με τα λοξά κίτρινα μάτια. “Ο αέρας σπινθιρίζει λαμπερός και στροβιλίζεται σε κάποια μέρη. Και ίσως να πλησιάσουμε και λίγο, έτσι από περιέργεια, στους τόπους της Σκιάς, στις Μαύρες Λίμνες όπως τις λες…”
“Καιρός ήταν!”
“Πολλοί θα έχουν δυσάρεστα όνειρα απόψε”, παρατηρώ στον κιτρινομάτη. “Και μερικούς θα τους αγγίξει η Σκιά. Αν συναντήσουμε κάποιους από αυτούς στο δρόμο μας… ;”
“Αυτούς ασ’ τους σε μένα”, χαμογέλασαν τα μυτερά δόντια και τα λοξά κίτρινα μάτια.
Αλλά εγώ που δεν έχω τα δικά του θηριώδη ένστικτα δεν μπόρεσα να μην ανατριχιάσω λίγο…
***
Τα υπόλοιπα;
Α, τίποτα το ιδιαίτερο. Θα μπορούσα να σας τα πω με πολύ πιο σοβαρή κι εμπεριστατωμένη επιστημονική ορολογία, αλλά δε θα το κάνω· θα σας πω μονάχα ό,τι σας είναι χρήσιμο, και ιδού:
Κατά βάση, λοιπόν, πρόκειται για τρελές ιστορίες από μια παράξενη μεθυσμένη παρέα που γυρνοβολά τρικλίζοντας και τραγουδώντας παράφωνα κάποιες παλιές μπαλάντες στα σοκάκια μιας έρημης νυχτερινής πόλης. Με τα ξερά φύλλα από κάποια δέντρα να στροβιλίζονται στον άνεμο, χορεύοντας ολόγυρά τους σαν να είχαν παρασυρθεί κι εκείνα από το μεθύσι και τα τραγούδια τους. Και χορεύοντας παρασύρουν και διαλύουν ακόμη και τις καταχνιές. Στροβιλίζουν μαζί τους ακόμη και αυτές τις σκιερές καταχνιές. Και μετά…
Όταν ξεμεθύσουν μπορεί και να σας αφηγηθούν κάποτε κάποιες από τις ιστορίες αυτές.
[1] Ούτε και σκοπεύω ν’ αποκαλύψω εδώ ποια είναι αυτή, γιατί πολύ φοβάμαι ότι έτσι θα τη μετέτρεπα σε μια απλή τουριστική ατραξιόν των κάθε λογής επίδοξων “ερευνητών”, με αποτέλεσμα να αχρηστευθεί εντελώς για κάθε περαιτέρω έρευνα.
Υστερόγραφο Locus-7: Παρατηρούμε, δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό κάποιους να ωθούν εμμέσως ανθρώπους να επισκεφθούν την περιοχή που αναφέρεται στην πιο πάνω υποσημείωση. Καταστρατηγούν τα όσα ο ίδιος ο Γιώργος Μπαλάνος ζήτησε, ελπίζουμε από άγνοια κι επειδή δεν γνωρίζουν παρά επιφανειακά και από συζητήσεις μόνο το θέμα. Εξάλλου, εκείνοι δεν έχουν βαδίσει μαζί μας, ούτε μία φορά για δείγμα, στις διαδρομές αυτές, ούτε καν σε περιπατητικές! Προσοχή, λοιπόν, γιατί δεν πρόκειται για μια περιοχή στην οποία πάει κάποιος για βόλτα (...!), και πρέπει να την προσεγγίζουμε μέσω της απαραίτητης τοτεμικής τεχνικής, κατά προτίμηση. Δυστυχώς, το να μιλάνε χωρίς να γνωρίζουν παρά εγκεφαλικά το θέμα, ενέχει ένα είδος ύπουλου κίνδυνου για τους ανυποψίαστους, θέτοντας σε κίνηση μηχανισμούς εχθρικούς προς τον Άνθρωπο και φιλικούς προς τη Σκιά. Σύντομα θα ακολουθήσει εκτενές σχετικό κείμενο στην ενότητα "Με Άλλα Μάτια" του blog, από ανθρώπους που γνωρίζουν πραγματικά το αντικείμενο, και που έως σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχουν να καταθέσουν σημαντικά βιώματα και εμπειρίες.